ανοίκειος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανοίκειος η ανοίκεια το ανοίκειο
      γενική του ανοίκειου της ανοίκειας του ανοίκειου
    αιτιατική τον ανοίκειο την ανοίκεια το ανοίκειο
     κλητική ανοίκειε ανοίκεια ανοίκειο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανοίκειοι οι ανοίκειες τα ανοίκεια
      γενική των ανοίκειων των ανοίκειων των ανοίκειων
    αιτιατική τους ανοίκειους τις ανοίκειες τα ανοίκεια
     κλητική ανοίκειοι ανοίκειες ανοίκεια
ομάδα 'ωραίος', Κατηγορία όπως «θαυμάσιος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανοίκειος < (διαχρονικό δάνειο) ελληνιστική κοινή ἀνοίκειος[1] Συγχρονικά αναλύεται σε αν- στερητικό + οικείος

Προφορά

ΔΦΑ : /aˈni.ci.os/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ανοίκειος
παλιότερος συλλαβισμός: ανοίκειος

Επίθετο

ανοίκειος

  1. αυτός που δεν συμπεριφέρεται με ευπρέπεια, ο αναιδής, ο άκοσμος
  2. ο ανάρμοστος, ο αχαρακτήριστος
  3. (συνήθως για γυναίκα) η άσεμνη
  4. όχι γνώριμος

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.