ήσκιος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | ήσκιος | οι | ήσκιοι |
| γενική | του | ήσκιου | των | ήσκιων |
| αιτιατική | τον | ήσκιο | τους | ήσκιους |
| κλητική | ήσκιε | ήσκιοι | ||
| Προφέρεται με συνίζηση (σαν παροξύτονο) ενώ γράφεται σαν προπαροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ήσκιος < γραφή κατά τη μεσαιωνική ελληνική ἥσκιος (δείτε εκεί την εξήγηση του ήτα)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.scos/ (με συνίζηση)
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐σκιος
Μεταφράσεις
ήσκιος
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.