ίσκιωμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ίσκιωμα τα ισκιώματα
      γενική του ισκιώματος των ισκιωμάτων
    αιτιατική το ίσκιωμα τα ισκιώματα
     κλητική ίσκιωμα ισκιώματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ίσκιωμα < ισκιώ(νω) + μα

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.sco.ma/

Ουσιαστικό

ίσκιωμα ουδέτερο

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.