σύσκιο
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | σύσκιο | τα | σύσκια |
| γενική | του | σύσκιου | των | σύσκιων |
| αιτιατική | το | σύσκιο | τα | σύσκια |
| κλητική | σύσκιο | σύσκια | ||
| Με συνίζηση στην κατάληξη: προφέρεται ως παροξύτονο. | ||||
| Κατηγορία όπως «πεύκο» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈsi.sco/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : σύ‐σκιο
Ετυμολογία 1
- σύσκιο < ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου σύσκιος
Συνώνυμα
- ισκιάδα
- ίσκιωμα
Μεταφράσεις
σύσκιο
|
Ετυμολογία 2
- σύσκιο: κλιτικός τύπος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.