χρώματα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈxɾo.ma.ta/
τυπογραφικός συλλαβισμός: χρώματα

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χρώματα ουδέτερο



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χρώματα ουδέτερο

Πηγές



Αρχαία ελληνικά (grc)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

χρώματα ουδέτερο

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.