ιριδίζων
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ιριδίζων | η | ιριδίζουσα | το | ιριδίζον |
| γενική | του | ιριδίζοντος & ιριδίζοντα1 |
της | ιριδίζουσας & ιριδιζούσης* |
του | ιριδίζοντος |
| αιτιατική | τον | ιριδίζοντα | την | ιριδίζουσα | το | ιριδίζον |
| κλητική | ιριδίζων | ιριδίζουσα | ιριδίζον | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ιριδίζοντες | οι | ιριδίζουσες | τα | ιριδίζοντα |
| γενική | των | ιριδιζόντων | των | ιριδιζουσών | των | ιριδιζόντων |
| αιτιατική | τους | ιριδίζοντες | τις | ιριδίζουσες | τα | ιριδίζοντα |
| κλητική | ιριδίζοντες | ιριδίζουσες | ιριδίζοντα | |||
| Ίδιες είναι οι αρχαίες καταλήξεις για τα τρία γένη: -ων, -ουσα, -ον 1 νεότερος τύπος * παλιότερος λόγιος τύπος | ||||||
| ομάδα 'τρέχων', Κατηγορία όπως «απάδων» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ιριδίζων < μετοχή ενεργητικού ενεστώτα του ρήματος ιριδίζω • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;
Μετοχή
ιριδίζων, -ουσα, -ον
- (λόγιο) που ιριδίζει (για επιφάνεια (ή αντικείμενο) που αλλάζει χρώμα ανάλογα με την γωνία πρόσπτωσης του φωτός)
- ※ Ο ιριδίζων Ερμής του Messenger (www.esa.int, 16 Ιουνίου 2015. πρόσβαση:2019.06.11)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.