ἶρις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ῑρῐδ-
ονομαστική ἶρις αἱ ἴριδες
      γενική τῆς ἴριδος τῶν ἰρίδων
      δοτική τῇ ἴριδ ταῖς ἴρισ(ν)
& επικός:ἴρισσι(ν)
    αιτιατική τὴν ἶριν
& ἴριδ
τὰς ἴριδᾰς
     κλητική ! ἶρι ἴριδες
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  ἴριδε
γεν-δοτ τοῖν  ἰρίδοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ἶρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *wey-ro- (νήμα, καλώδιο) < *weh₁y- (στρίβω, πλέκω)

Ουσιαστικό

ἶρις θηλυκό

  1. ουράνιο τόξο
  2. φωτεινός κύκλος γύρω από ένα σώμα που λάμπει
  3. (ανατομία) η ίριδα του οφθαλμού
  4. (φυτό) το φυτό ίριδα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.