ιριδισμός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ιριδισμός οι ιριδισμοί
      γενική του ιριδισμού των ιριδισμών
    αιτιατική τον ιριδισμό τους ιριδισμούς
     κλητική ιριδισμέ ιριδισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ιριδισμός < ιριδίζω + -μός < ίριδα < αρχαία ελληνική ἶρις ((μεταφραστικό δάνειο) (γαλλικά) irisation)

Ουσιαστικό

ιριδισμός αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.