μονοκοτυλήδονος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο μονοκοτυλήδονος η μονοκοτυλήδονη το μονοκοτυλήδονο
      γενική του μονοκοτυλήδονου της μονοκοτυλήδονης του μονοκοτυλήδονου
    αιτιατική τον μονοκοτυλήδονο τη μονοκοτυλήδονη το μονοκοτυλήδονο
     κλητική μονοκοτυλήδονε μονοκοτυλήδονη μονοκοτυλήδονο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι μονοκοτυλήδονοι οι μονοκοτυλήδονες τα μονοκοτυλήδονα
      γενική των μονοκοτυλήδονων των μονοκοτυλήδονων των μονοκοτυλήδονων
    αιτιατική τους μονοκοτυλήδονους τις μονοκοτυλήδονες τα μονοκοτυλήδονα
     κλητική μονοκοτυλήδονοι μονοκοτυλήδονες μονοκοτυλήδονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

μονοκοτυλήδονος < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική monocotylédone < αρχαία ελληνική μονοκότυλος (μονο- + κοτυληδών)

Επίθετο

μονοκοτυλήδονος, -η, -ο

  • (βοτανική) που έχει μόνο μία κοτυληδόνα
      Τα μονοκοτυλήδονα
    και τα δικοτυλήδονα
    ανθίζανε στον κάμπο
     
    σου το ’χαν πει στον κλήδονα
    και σμίξαμε φιλήδονα
    τα χείλια μας, Μαλάμω
    Γιώργος Σεφέρης, ποίημα limerick "Δημοτικό Τραγούδι" @greek-language.gr, συλλογή Στροφή

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.