Ἶρις

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική Ἶρις
      γενική τῆς Ἴριδος
      δοτική τῇ Ἴριδ
    αιτιατική τὴν Ἶριν
     κλητική ! Ἶρι
Δείτε και την κλίση του ἶρις.
3η κλίση, Κατηγορία 'ἔρις' όπως «ἔρις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
Η Ίρις (ή η Νίκη) σε ερυθρόμορφο αγγείο, μέσα 5ου αιώνα, Σικελία.

Ετυμολογία

Ἶρις < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *weyro- < *wey-

Ουσιαστικό

Ἶρις θηλυκό

Συγγενικά

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.