ήδη
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- ήδη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἤδη [1]
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈi.ði/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ή‐δη
- τονικό παρώνυμο: ειδοί
Επίρρημα
ήδη
- λέγεται για επιβεβαίωση πως κάτι έχει πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, χωρίς αμφιβολία
- δηλώνει έμφαση για κάτι που έγινε στο άμεσο παρελθόν, με τρόπο πολύ πιο γρήγορο από όσο νομίζαμε· κιόλας
- δηλώνει πως κάτι συνέβη στο παρελθόν και δεν είναι απαραίτητο να επαναληφθεί
- αναφέρεται στο σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν· τώρα πια, τώρα πλέον
Μεταφράσεις
ήδη
|
Αναφορές
- ήδη - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.