ήδη

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ήδη < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική ἤδη [1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.ði/
τυπογραφικός συλλαβισμός: ήδη
τονικό παρώνυμο: ειδοί

Επίρρημα

ήδη

  1. λέγεται για επιβεβαίωση πως κάτι έχει πραγματοποιηθεί στο παρελθόν, χωρίς αμφιβολία
  2. δηλώνει έμφαση για κάτι που έγινε στο άμεσο παρελθόν, με τρόπο πολύ πιο γρήγορο από όσο νομίζαμε· κιόλας
  3. δηλώνει πως κάτι συνέβη στο παρελθόν και δεν είναι απαραίτητο να επαναληφθεί
  4. αναφέρεται στο σήμερα, σε αντίθεση με το παρελθόν· τώρα πια, τώρα πλέον

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.