κιόλας

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

κιόλας < φράση κιόλα < μεσαιωνική ελληνική καί ὅλα) + κατάληξη

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈco.las/

Επίρρημα

κιόλας

  1. ήδη, νωρίς
  2. αμέσως τώρα
  3. επιπλέον, επιπρόσθετα, επίσης
  4. αλλά και
  5. ωστόσο, όμως
  6. λοιπόν, εξάλλου

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.