yet

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

yet < αγγλοσαξονικά ġīet

Προφορά

ΔΦΑ : /jɛt/

Επίρρημα

yet (en) (χωρίς παραθετικά)

  1. ακόμα, ακόμη και/κι να, χρησιμοποιείται σε αρνητικές προτάσεις και ερωτήσεις για να μιλήσω για κάτι που δεν έχει συμβεί αλλά περιμένω να συμβεί
    He is not fit to travel yet.
    Δεν είναι ικανός να ταξιδέψει ακόμα.
    I’ve been working since the morning and have yet to finish.
    Από το πρωί δουλεύω κι ακόμη να τελειώσω.
    It got dark and we had yet to arrive.
    Βράδιασε κι ακόμη να φτάσουμε.
  2. μέχρι στιγμής, ακόμη
  3. συνεχώς μέχρι κάποιο χρονικό σημείο, ακόμη
  4. σε κάποιο χρονικό σημείο του μέλλοντος, τελικά
  5. επιπλέον, ακόμη

Συγγενικά

  • not yet

Σύνδεσμος

yet (en)

  • κι όμως, ωστόσο, παρ'όλα αυτά
    I am not lazy, yet I’ve been jobless for months.
    Δεν είμαι τεμπέλης κι όμως είμαι άεργος επί μήνες.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη nevertheless

Συγγενικά

  • as yet

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.