ειδοί
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | ειδοί | ||
| γενική | των | ειδών | ||
| αιτιατική | τις | ειδούς | ||
| κλητική | ειδοί | |||
| Κατηγορία όπως «οδός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- ειδοί < ελληνιστική κοινή εἰδοί / ἰδοί < λατινική idus < ετρουσκική
Ουσιαστικό
ειδοί θηλυκό, μόνο στον πληθυντικό
Εκφράσεις
- αι ειδοί του Μαρτίου: δυσοίωνη ημερομηνία μετά τη δολοφονία του Ιουλίου Καίσαρα στις 15 Μαρτίου του 44 π.Χ.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.