τζίρος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τζίρος οι τζίροι
      γενική του τζίρου των τζίρων
    αιτιατική τον τζίρο τους τζίρους
     κλητική τζίρε τζίροι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

τζίρος < ιταλική giro < λατινική gyrus < ελληνιστική κοινή γῦρος (αντιδάνειο)

Ουσιαστικό

τζίρος αρσενικό

  1. το ποσό που εισέπραξε μια επιχείρηση (π.χ. ένα εμπορικό κατάστημα) σε ένα χρονικό διάστημα
  2. όλα τα έσοδα από τις πωλήσεις.

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.