εσοδεία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εσοδεία οι εσοδείες
      γενική της εσοδείας των εσοδειών
    αιτιατική την εσοδεία τις εσοδείες
     κλητική εσοδεία εσοδείες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εσοδεία < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐσοδεία < εἰσοδεία < (ελληνιστική κοινή) εἰσοδεύω ( δείτε και τη λέξη εἰσόδιον το έσοδο)[1] < αρχαία ελληνική εἴσοδος[2] ιωνικός τύπος ἔσοδος. Δείτε και σοδειά.

Προφορά

ΔΦΑ : /e.soˈði.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: εσοδεία

Ουσιαστικό

εσοδεία θηλυκό

  • (λόγιο) άλλη μορφή του σοδειά
    κρασιά νέας εσοδείας (φετινά)

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. εσοδεία - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
  2. έσοδο - Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.

Πηγές

  • εσοδεία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.