ερματισμένος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ερματισμένος | η | ερματισμένη | το | ερματισμένο |
| γενική | του | ερματισμένου | της | ερματισμένης | του | ερματισμένου |
| αιτιατική | τον | ερματισμένο | την | ερματισμένη | το | ερματισμένο |
| κλητική | ερματισμένε | ερματισμένη | ερματισμένο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ερματισμένοι | οι | ερματισμένες | τα | ερματισμένα |
| γενική | των | ερματισμένων | των | ερματισμένων | των | ερματισμένων |
| αιτιατική | τους | ερματισμένους | τις | ερματισμένες | τα | ερματισμένα |
| κλητική | ερματισμένοι | ερματισμένες | ερματισμένα | |||
| Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ερματισμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου ερματίζω
Συνώνυμα
Μεταφράσεις
ερματισμένος
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.