ερματιστός

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ερματιστός η ερματιστή το ερματιστό
      γενική του ερματιστού της ερματιστής του ερματιστού
    αιτιατική τον ερματιστό την ερματιστή το ερματιστό
     κλητική ερματιστέ ερματιστή ερματιστό
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ερματιστοί οι ερματιστές τα ερματιστά
      γενική των ερματιστών των ερματιστών των ερματιστών
    αιτιατική τους ερματιστούς τις ερματιστές τα ερματιστά
     κλητική ερματιστοί ερματιστές ερματιστά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ερματιστός < έρμα

Επίθετο

ερματιστός, -η, -ο

  • αυτός που φέρει έρμα, ή που αναφέρεται σε έρμα

Συνώνυμα

  • σαβουρωτός

Αντώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.