αφερματίζω
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- αφερματίζω < (καθαρεύουσα) ἀφερματίζω, αφ- (< από) + ερματίζω· μαρτυρείται από το 1858 στο Ονοματολόγιον ναυτικόν των Λ. Παλάσκα, Α. Κουμελά και Φ. Ιωάννου[1]
Συνώνυμα
Κλίση
Ενεργητική φωνή
| Εξακολουθητικοί χρόνοι | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| πρόσωπα | Ενεστώτας | Παρατατικός | Εξ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Μετοχή |
| α' ενικ. | αφερματίζω | αφερμάτιζα | θα αφερματίζω | να αφερματίζω | αφερματίζοντας | |
| β' ενικ. | αφερματίζεις | αφερμάτιζες | θα αφερματίζεις | να αφερματίζεις | αφερμάτιζε | |
| γ' ενικ. | αφερματίζει | αφερμάτιζε | θα αφερματίζει | να αφερματίζει | ||
| α' πληθ. | αφερματίζουμε | αφερματίζαμε | θα αφερματίζουμε | να αφερματίζουμε | ||
| β' πληθ. | αφερματίζετε | αφερματίζατε | θα αφερματίζετε | να αφερματίζετε | αφερματίζετε | |
| γ' πληθ. | αφερματίζουν(ε) | αφερμάτιζαν αφερματίζαν(ε) |
θα αφερματίζουν(ε) | να αφερματίζουν(ε) | ||
| Συνοπτικοί χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Αόριστος | Συνοπτ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | Απαρέμφατο | |
| α' ενικ. | αφερμάτισα | θα αφερματίσω | να αφερματίσω | αφερματίσει | ||
| β' ενικ. | αφερμάτισες | θα αφερματίσεις | να αφερματίσεις | αφερμάτισε | ||
| γ' ενικ. | αφερμάτισε | θα αφερματίσει | να αφερματίσει | |||
| α' πληθ. | αφερματίσαμε | θα αφερματίσουμε | να αφερματίσουμε | |||
| β' πληθ. | αφερματίσατε | θα αφερματίσετε | να αφερματίσετε | αφερματίστε | ||
| γ' πληθ. | αφερμάτισαν αφερματίσαν(ε) |
θα αφερματίσουν(ε) | να αφερματίσουν(ε) | |||
| Συντελεσμένοι χρόνοι | ||||||
| πρόσωπα | Παρακείμενος | Υπερσυντέλικος | Συντελ. Μέλλ. | Υποτακτική | Προστακτική | |
| α' ενικ. | έχω αφερματίσει | είχα αφερματίσει | θα έχω αφερματίσει | να έχω αφερματίσει | ||
| β' ενικ. | έχεις αφερματίσει | είχες αφερματίσει | θα έχεις αφερματίσει | να έχεις αφερματίσει | έχε αφερματισμένο | |
| γ' ενικ. | έχει αφερματίσει | είχε αφερματίσει | θα έχει αφερματίσει | να έχει αφερματίσει | ||
| α' πληθ. | έχουμε αφερματίσει | είχαμε αφερματίσει | θα έχουμε αφερματίσει | να έχουμε αφερματίσει | ||
| β' πληθ. | έχετε αφερματίσει | είχατε αφερματίσει | θα έχετε αφερματίσει | να έχετε αφερματίσει | έχετε αφερματισμένο | |
| γ' πληθ. | έχουν αφερματίσει | είχαν αφερματίσει | θα έχουν αφερματίσει | να έχουν αφερματίσει | ||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (μεταβατικοί) | ||||||
| Παρακείμενος | έχω (έχεις, έχει, έχουμε, έχετε, έχουν) αφερματισμένο | |||||
| Υπερσυντέλικος | είχα (είχες, είχε , είχαμε, είχατε, είχαν) αφερματισμένο | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα έχω (θα έχεις, θα έχει, θα έχουμε, θα έχετε, θα έχουν) αφερματισμένο | |||||
| Υποτακτική | να έχω (να έχεις, να έχει, να έχουμε, να έχετε, να έχουν) αφερματισμένο | |||||
| Συντελεσμένοι χρόνοι β΄ (αμετάβατοι) | ||||||
| Παρακείμενος | είμαι, είσαι, είναι αφερματισμένος - είμαστε, είστε, είναι αφερματισμένοι | |||||
| Υπερσυντέλικος | ήμουν, ήσουν, ήταν αφερματισμένος - ήμαστε, ήσαστε, ήταν αφερματισμένοι | |||||
| Συντελ. Μέλλ. | θα είμαι, θα είσαι, θα είναι αφερματισμένος - θα είμαστε, θα είστε, θα είναι αφερματισμένοι | |||||
| Υποτακτική | να είμαι, να είσαι, να είναι αφερματισμένος - να είμαστε, να είστε, να είναι αφερματισμένοι | |||||
Μεταφράσεις
αφερματίζω
|
|
Αναφορές
- Πάπυρος–Λαρούς–Μπριτάννικα: Λεξικό της ελληνικής γλώσσας, αρχαίας - μεσαιωνικής - νέας, ερμηνευτικό - ετυμολογικό. Αθήνα: Πάπυρος, 1981‑1994, έκδοση: 2013.
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.