ballast
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
ballast (en)
- (ναυτικός όρος) έρμα
- (μεταφορικά) οτιδήποτε σταθεροποιεί το συναίσθημα ή το μυαλό
- χοντρό χαλίκι ή παρόμοιο υλικό που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ένα υπόστρωμα για δρόμους ή σιδηροδρομικές ράγες, όπως και στην κατασκευή σκυροδέματος
- υλικό που συγκρατεί τις μεμβράνες στέγης στη θέση τους
- (μεταφορικά) αυτό που δίνει ή βοηθά στη διατήρηση της ευθύτητας, της σταθερότητας και της ασφάλειας
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Συγγενικά
- ballastage
- ballaster
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.