ballast

Αγγλικά (en)

Ουσιαστικό

ballast (en)

  1. (ναυτικός όρος) έρμα
  2. (μεταφορικά) οτιδήποτε σταθεροποιεί το συναίσθημα ή το μυαλό
  3. χοντρό χαλίκι ή παρόμοιο υλικό που χρησιμοποιείται για να σχηματίσει ένα υπόστρωμα για δρόμους ή σιδηροδρομικές ράγες, όπως και στην κατασκευή σκυροδέματος
  4. υλικό που συγκρατεί τις μεμβράνες στέγης στη θέση τους
  5. (μεταφορικά) αυτό που δίνει ή βοηθά στη διατήρηση της ευθύτητας, της σταθερότητας και της ασφάλειας

Γαλλικά (fr)

Προφορά

 

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
ballast ballasts

ballast (fr) αρσενικό

  1. (ναυτικός όρος) έρμα, σαβούρα πλοίου
  2. (ναυτικός όρος) δεξαμενή υποβρυχίου που γεμίζει με νερό ή αέρα ώστε να ρυθμίζεται η κατάδυσή του
  3. τα χαλίκια (έρμα) στις σιδηροδρομικές γραμμές
  4. (ηλεκτρολογία) εξάρτημα που χρησιμεύει στη μείωση του ηλεκρικού ρεύματος που διατρέχει ένα κύκλωμα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.