ερμάτισμα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το ερμάτισμα τα ερματίσματα
      γενική του ερματίσματος των ερματισμάτων
    αιτιατική το ερμάτισμα τα ερματίσματα
     κλητική ερμάτισμα ερματίσματα
Κατηγορία όπως «όνομα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερμάτισμα < ερματίζω

Ουσιαστικό

ερμάτισμα ουδέτερο

  • (ναυτικός όρος, νεολογισμός) η τοποθέτηση έρματος (συνήθως αναφέρεται σε φελλούς για το ψάρεμα)
      Περιγραφή. Νέο μοντέλο Stick φελλού, ειδικός για γρήγορες ρυθμίσεις ερματίσματος. Αποσπώμενα βαρίδια στην κεφαλή του φελλού για μεγαλύτερο ερμάτισμα ()
      Φελλός ... με αφαιρούμενα βάρη για μεγαλύτερο ερμάτισμα και δυνατότητα μικρορύθμισης του ερματίσματος από 0-1,0g ()

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.