ερμάτιση

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η ερμάτιση οι ερματίσεις
      γενική της ερμάτισης* των ερματίσεων
    αιτιατική την ερμάτιση τις ερματίσεις
     κλητική ερμάτιση ερματίσεις
* παλιότερος λόγιος τύπος, ερματίσεως
Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ερμάτιση < (καθαρεύουσα) ἐρμάτισις

Ουσιαστικό

ερμάτιση θηλυκό

Συνώνυμα

Μεταφράσεις

Αναφορές

    This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.