καταφοβισμένος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο καταφοβισμένος η καταφοβισμένη το καταφοβισμένο
      γενική του καταφοβισμένου της καταφοβισμένης του καταφοβισμένου
    αιτιατική τον καταφοβισμένο την καταφοβισμένη το καταφοβισμένο
     κλητική καταφοβισμένε καταφοβισμένη καταφοβισμένο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι καταφοβισμένοι οι καταφοβισμένες τα καταφοβισμένα
      γενική των καταφοβισμένων των καταφοβισμένων των καταφοβισμένων
    αιτιατική τους καταφοβισμένους τις καταφοβισμένες τα καταφοβισμένα
     κλητική καταφοβισμένοι καταφοβισμένες καταφοβισμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

καταφοβισμένος < κατα- + φοβισμένος

Μετοχή

καταφοβισμένος

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.