εμμονοκρατία

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εμμονοκρατία οι εμμονοκρατίες
      γενική της εμμονοκρατίας των εμμονοκρατιών
    αιτιατική την εμμονοκρατία τις εμμονοκρατίες
     κλητική εμμονοκρατία εμμονοκρατίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

εμμονοκρατία < εμμονή + -ο- + -κρατία (μεταφραστικό δάνειο από τη γαλλική immanence)

Ουσιαστικό

εμμονοκρατία θηλυκό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.