έλικα

Νέα ελληνικά (el)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈe.li.ka/
τυπογραφικός συλλαβισμός: έλικα

Ετυμολογία 1

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η έλικα οι έλικες
      γενική της έλικας των ελίκων
    αιτιατική την έλικα τις έλικες
     κλητική έλικα έλικες
Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά
έλικα < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἕλιξ από την αιτιατική ενικού «τὴν ἕλικα»
Γεωμετρική έλικα.
Ιωνικό κιονόκρανο με τις δύο χαρακτηριστικές έλικες.
Έλικα προσαγωγίου (gyrus cinguli).

Ουσιαστικό

έλικα θηλυκό

  1. (γεωμετρία) η γραμμή που γράφεται πάνω σε κύλινδρο που γυρίζει και (κατ’ επέκταση) οτιδήποτε μοιάζει μ' αυτή
  2. (αρχιτεκτονική) απόληξη κιονόκρανου παρόμοιου σχήματος
  3. (ναυτικός όρος, αεροπορικός όρος) μορφή θηλυκού για το αρσενικό έλικας
  4. (ιατρική, ανατομία) ελικοειδής εξοχή στον εγκέφαλο
  5. (βοτανική) όργανο των φυτών που τα βοηθάει στην αναρρίχηση

Συγγενικά

Μεταφράσεις



Ετυμολογία 2

έλικα: κλιτικός τύπος

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

έλικα αρσενικό

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.