ἕλιξ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἕλιξ < *Ϝέλ-ικ-ς < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH- (γυρίζω, περιστρέφω). Συγγενή: λατινική volvo < & απόγονοι, αρχαία ελληνική ἔλυτρον, ἴλιγγος, ὄλμος [1] → και δείτε τις μεταπτωτικές βαθμίδες της ρίζας *welH-
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἐλῐκ- | |||||
| ονομαστική | ὁ/ἡ | ἕλιξ | οἱ/αἱ | ἕλικες | |
| γενική | τοῦ/τῆς | ἕλικος | τῶν | ἑλίκων | |
| δοτική | τῷ/τῇ | ἕλικῐ | τοῖς/ταῖς | ἕλιξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὸν/τὴν | ἕλικᾰ | τοὺς/τὰς | ἕλικᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἕλιξ | ἕλικες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕλικε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑλίκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
ἕλιξ αρσενικό ή θηλυκό ως διγενές μονοκατάληκτο επίθετο
- (κοινού γένους, για ζώα, όπως βόδια, στον Όμηρο, Ησιόδο, και αλλού) στριφτός, στριφογυριστός, συνεστραμμένος
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 355
- [θηλυκό] ἕλικες καλαὶ βόες εὐρυμέτωποι
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ἰλιάς, 12 (Μ. Τειχομαχία.), στίχ. 355
Συνώνυμα
- ἑλικτός
Ουσιαστικό
| αρσενικό ή θηλυκό | ||||||||
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| ἐλῐκ- | ||||||||
| ονομαστική | ὁ ἡ |
ἕλιξ | οἱ αἱ |
ἕλικες | ||||
| γενική | τοῦ τῆς |
ἕλικος | τῶν | ἑλίκων | ||||
| δοτική | τῷ τῇ |
ἕλικῐ | τοῖς ταῖς |
ἕλιξῐ(ν) | ||||
| αιτιατική | τὸν τὴν |
ἕλικᾰ | τοὺς τὰς |
ἕλικᾰς | ||||
| κλητική ὦ! | ἕλιξ | ἕλικες | ||||||
| δυϊκός | ||||||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕλικε | ||||||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑλίκοιν | ||||||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||||||
ἕλιξ αρσενικό ή θηλυκό ως διγενές μονοκατάληκτο επίθετο
- (για άψυχα όπως δρόμοι, ποταμοί) στριφτός, στριφογυριστός, συνεστραμμένος
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 180 (179-183, Πάροδος, αντιστροφή 1η)
- κυανοειδὲς ἀμφ᾽ ὕδωρ
ἔτυχον ἕλικά τ᾽ ἀνὰ χλόαν
φοίνικας ἁλίωι
†πέπλους χρυσέαισιν αὐγαῖς
θάλπουσ᾽
ἀμφὶ δόνακος ἔρνεσιν·- Κοντά στη γαλανή ακροθαλασσιά / σε τρυφερά καλάμια απάνω / και στη σγουρή τη χλόη κάποτες / άπλωνα ρούχα κόκκινα στον ήλιο / να τα στεγνώσουν οι χρυσές αχτίδες·
- Μετάφραση (2006): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: ΟΕΔΒ @greek‑language.gr
- κυανοειδὲς ἀμφ᾽ ὕδωρ
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἑλένη, στίχ. 180 (179-183, Πάροδος, αντιστροφή 1η)
Ουσιαστικό
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|---|
| ἐλῐκ- | |||||
| ονομαστική | ἡ | ἕλιξ | αἱ | ἕλικες | |
| γενική | τῆς | ἕλικος | τῶν | ἑλίκων | |
| δοτική | τῇ | ἕλικῐ | ταῖς | ἕλιξῐ(ν) | |
| αιτιατική | τὴν | ἕλικᾰ | τὰς | ἕλικᾰς | |
| κλητική ὦ! | ἕλιξ | ἕλικες | |||
| δυϊκός | |||||
| ονομ-αιτ-κλ | τὼ | ἕλικε | |||
| γεν-δοτ | τοῖν | ἑλίκοιν | |||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'φύλαξ' όπως «φύλαξ» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | |||||
ἕλιξ θηλυκό
- οτιδήποτε με ελικοειδές σχήμα (όπως κοσμήματα)
- στροβιλισμός
- έλικες αμπελιού
- (ελληνιστική σημασία) μπούκλα μαλλιών
- (ποιητικός τύπος) εἷλιξ
Παράγωγα
παράγωγα & σύνθετα με ἑλιξ-
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις με -ελιξ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
παράγωγα & σύνθετα με ἑλικ-
- (Χρειάζεται επεξεργασία)
- Λέξεις με -ελικ- @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Για άλλες βαθμίδες του θέματος, δείτε την πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *welH-
Αναφορές
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
Πηγές
- ἕλιξ - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ἕλιξ - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.