ελικοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ελικοειδής | η | ελικοειδής | το | ελικοειδές |
| γενική | του | ελικοειδούς* | της | ελικοειδούς | του | ελικοειδούς |
| αιτιατική | τον | ελικοειδή | την | ελικοειδή | το | ελικοειδές |
| κλητική | ελικοειδή(ς) | ελικοειδής | ελικοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ελικοειδείς | οι | ελικοειδείς | τα | ελικοειδή |
| γενική | των | ελικοειδών | των | ελικοειδών | των | ελικοειδών |
| αιτιατική | τους | ελικοειδείς | τις | ελικοειδείς | τα | ελικοειδή |
| κλητική | ελικοειδείς | ελικοειδείς | ελικοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ελικοειδής < ελληνιστική κοινή ἑλικοειδής < ἕλιξ + εἶδος
Προφορά
- ΔΦΑ : /e.li.ko.iˈðis/
Συνώνυμα
- σπειροειδής
- και → δείτε τη λέξη οφιοειδής
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη έλικα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.