υπερέλικα
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | υπερέλικα | οι | υπερέλικες |
| γενική | της | υπερέλικας | των | υπερελίκων |
| αιτιατική | την | υπερέλικα | τις | υπερέλικες |
| κλητική | υπερέλικα | υπερέλικες | ||
| Κατηγορία όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- υπερέλικα < λόγιο ενδογενές δάνειο: (λόγιο δάνειο) αγγλική hyperhelix < hyper- (αρχαία ελληνική ὑπέρ, υπερ-) + λατινικά helix < αρχαία ελληνική ἕλιξ
Ουσιαστικό
υπερέλικα θηλυκό
- (βιολογία) → λείπει ο ορισμός (ή οι ορισμοί)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.