essai

Γαλλικά (fr)

Προφορά

ΔΦΑ : /ɛ.sɛ/
 

Ουσιαστικό

essai (fr) αρσενικό

  1. η δοκιμή
  2. το δοκίμιο (θεωρητικό κείμενο)
  3. (αθλητισμός) (στο ράγκμπι) το τράι
  4. η πρόβα

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.