essai
Γαλλικά
(fr)
Προφορά
ΔΦΑ
: /
ɛ.sɛ
/
ⓘ
Ουσιαστικό
essai
(fr)
αρσενικό
η
δοκιμή
το
δοκίμιο
(θεωρητικό κείμενο)
(
αθλητισμός
)
(στο
ράγκμπι
) το
τράι
η
πρόβα
Συγγενικά
essayer
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.