exhibition
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| exhibition | exhibitions |
Ουσιαστικό
exhibition (en)
- (ειδικά βρετανικά αγγλικά) η έκθεση, μια συλλογή πραγμάτων, για παράδειγμα έργα τέχνης, που παρουσιάζονται στο κοινό
- ↪ You should go to the painting exhibition soon!
- Να πάτε στην έκθεση ζωγραφιρκής σύντομα!
- ≈ συνώνυμα: exhibit (αμερικανικά αγγλικά)
- ↪ You should go to the painting exhibition soon!
- (μη μετρήσιμο) η επίδειξη, η ενέργεια του επιδεικνύω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.