exhibition

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
exhibition exhibitions

Ουσιαστικό

exhibition (en)

  1. (ειδικά βρετανικά αγγλικά) η έκθεση, μια συλλογή πραγμάτων, για παράδειγμα έργα τέχνης, που παρουσιάζονται στο κοινό
    You should go to the painting exhibition soon!
    Να πάτε στην έκθεση ζωγραφιρκής σύντομα!
     συνώνυμα: exhibit (αμερικανικά αγγλικά)
  2. (μη μετρήσιμο) η επίδειξη, η ενέργεια του επιδεικνύω
    an exhibition of wealth - επίδειξη πλούτου
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη display

Πηγές



Γαλλικά (fr)

Ετυμολογία

exhibition < exibition < λατινική exhibitio

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
exhibition exhibitions

exhibition (fr) θηλυκό

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.