διοργάνωση
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | διοργάνωση | οι | διοργανώσεις |
| γενική | της | διοργάνωσης* | των | διοργανώσεων |
| αιτιατική | τη | διοργάνωση | τις | διοργανώσεις |
| κλητική | διοργάνωση | διοργανώσεις | ||
| * παλιότερος λόγιος τύπος, διοργανώσεως | ||||
| Κατηγορία όπως «δύναμη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- διοργάνωση < (ελληνιστική κοινή) διοργάνωσις < διοργανόομαι / διοργανοῦμαι < ὀργανόω / ὀργανῶ < αρχαία ελληνική ὄργανον < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *werǵ- (εργάζομαι, δημιουργώ)
Προφορά
- ΔΦΑ : /ði.oɾˈɣa.no.si/
Συγγενικά
- → δείτε τις λέξεις διοργανώνω, οργανώνω, όργανο και έργο
Μεταφράσεις
διοργάνωση
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.