ανεκδιήγητος
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | ανεκδιήγητος | η | ανεκδιήγητη | το | ανεκδιήγητο |
| γενική | του | ανεκδιήγητου | της | ανεκδιήγητης | του | ανεκδιήγητου |
| αιτιατική | τον | ανεκδιήγητο | την | ανεκδιήγητη | το | ανεκδιήγητο |
| κλητική | ανεκδιήγητε | ανεκδιήγητη | ανεκδιήγητο | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | ανεκδιήγητοι | οι | ανεκδιήγητες | τα | ανεκδιήγητα |
| γενική | των | ανεκδιήγητων | των | ανεκδιήγητων | των | ανεκδιήγητων |
| αιτιατική | τους | ανεκδιήγητους | τις | ανεκδιήγητες | τα | ανεκδιήγητα |
| κλητική | ανεκδιήγητοι | ανεκδιήγητες | ανεκδιήγητα | |||
| Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Ετυμολογία
- ανεκδιήγητος < ελληνιστική < στερητικό ἀν- και ἐκδιηγοῦμαι
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.nek.ðiˈi.ʝi.tos/
Επίθετο
ανεκδιήγητος
- (μειωτικό) που δεν έχει ειρμό και λογική, που δεν μπορούμε να τον περιγράψουμε ή να τον εξηγήσουμε
- τι να σου πω! Είσαι ανεκδιήγητος!
Συνώνυμα
Σημειώσεις
- αρχικά χρησιμοποιήθηκε με την κυριολεκτική σημασία, κάποιος που δεν μπορεί να περιγραφεί και αργότερα παρέμεινε μόνο η αρνητική σημασία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.