ανομολόγητος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ανομολόγητος η ανομολόγητη το ανομολόγητο
      γενική του ανομολόγητου της ανομολόγητης του ανομολόγητου
    αιτιατική τον ανομολόγητο την ανομολόγητη το ανομολόγητο
     κλητική ανομολόγητε ανομολόγητη ανομολόγητο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ανομολόγητοι οι ανομολόγητες τα ανομολόγητα
      γενική των ανομολόγητων των ανομολόγητων των ανομολόγητων
    αιτιατική τους ανομολόγητους τις ανομολόγητες τα ανομολόγητα
     κλητική ανομολόγητοι ανομολόγητες ανομολόγητα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

ανομολόγητος < λείπει η ετυμολογία

Επίθετο

ανομολόγητος, -η, -ο

  1. που δεν έχει ομολογηθεί
  2. που δεν είναι ηθικά δυνατό να ομολογηθεί

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.