Άξονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική ο Άξονας
      γενική του Άξονα
& Άξονος*
    αιτιατική τον Άξονα
     κλητική Άξονα
* Και λόγια γενική σε -ος σε παγιωμένες εκφράσεις και όρους.
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Άξονας < δυνάμεις του άξονα < (σημασιολογικό δάνειο) γερμανική Achsenmächte

Κύριο όνομα

Άξονας αρσενικό

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.