osa
Ισπανικά
(es)
Ουσιαστικό
osa
(es)
αρκούδα
(το θηλυκό)
Πολωνικά
(pl)
Προφορά
ⓘ
Ουσιαστικό
osa
(pl)
θηλυκό
η
σφήκα
Τσεχικά
(cs)
Ουσιαστικό
osa
(cs)
θηλυκό
ο
άξονας
Φινλανδικά
(fi)
Ουσιαστικό
osa
(fi)
μέρος
,
τμήμα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.