αξονική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | αξονική | οι | αξονικές |
| γενική | της | αξονικής | των | αξονικών |
| αιτιατική | την | αξονική | τις | αξονικές |
| κλητική | αξονική | αξονικές | ||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.kso.niˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐ξο‐νι‐κή
- ομόηχο: αξονικοί
Ουσιαστικό
αξονική θηλυκό
- (ιατρική) η αξονική τομογραφία, δηλαδή μια μέθοδος ακτινολογικής εξέτασης του ανθρώπινου σώματος με ακτίνες Χ
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη άξονας
Μεταφράσεις
αξονική
|
|
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.