αξονοειδής
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||||
|---|---|---|---|---|---|---|
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | ο | αξονοειδής | η | αξονοειδής | το | αξονοειδές |
| γενική | του | αξονοειδούς* | της | αξονοειδούς | του | αξονοειδούς |
| αιτιατική | τον | αξονοειδή | την | αξονοειδή | το | αξονοειδές |
| κλητική | αξονοειδή(ς) | αξονοειδής | αξονοειδές | |||
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
| γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
| ονομαστική | οι | αξονοειδείς | οι | αξονοειδείς | τα | αξονοειδή |
| γενική | των | αξονοειδών | των | αξονοειδών | των | αξονοειδών |
| αιτιατική | τους | αξονοειδείς | τις | αξονοειδείς | τα | αξονοειδή |
| κλητική | αξονοειδείς | αξονοειδείς | αξονοειδή | |||
| * Και προφορικός τύπος σε -ή στη γενική ενικού αρσενικού, ή και θηλυκού | ||||||
| Κατηγορία όπως «συνεχής» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές | ||||||
Μεταφράσεις
αξονοειδής
|
|
Πηγές
- αξονοειδής - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.