ημιάξονας

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ημιάξονας οι ημιάξονες
      γενική του ημιάξονα των ημιαξόνων
    αιτιατική τον ημιάξονα τους ημιάξονες
     κλητική ημιάξονα ημιάξονες
Κατηγορία όπως «φύλακας» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

ημιάξονας < ημι- + άξονας

Ουσιαστικό

ημιάξονας αρσενικό

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.