ἄκρον

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἄκρον < ουδέτερο του επιθέτου ἄκρος

Ουσιαστικό

ἄκρον

  1. το άκρο
    πεδίον ἐπ᾽ ἄκρον (στο τέλος, στην εσχατιά της πεδιάδας)
  2. η κορυφή
  3. ύψιστος βαθμός
  4. ακρωτήριο

Κλιτικός τύπος επιθέτου

ἄκρον

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού του ουδετέρου του επιθέτου ἄκρος
  2. αιτιατική ενικού του αρσενικού του επιθέτου ἄκρος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.