Σαλαμίνα

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική η Σαλαμίνα
      γενική της Σαλαμίνας
    αιτιατική τη Σαλαμίνα
     κλητική Σαλαμίνα
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σαλαμίνα < (κληρονομημένο) αρχαία ελληνική Σαλαμίς[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.laˈmi.na/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σαλαμίνα

Κύριο όνομα

Δορυφορική φωτογραφία της Σαλαμίνας στην Αττική

Σαλαμίνα θηλυκό

  1. νησί στον Σαρωνικό κόλπο
  2. πόλη της Ελλάδας στο παραπάνω νησί
  3. αρχαία πόλη της Κύπρου

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

Αναφορές

  1. Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2002). Λεξικό της νέας ελληνικής γλώσσας (Βʹ έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας. (Αʹ έκδοση: 1998)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.