σαλαμινομάχος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο σαλαμινομάχος οι σαλαμινομάχοι
      γενική του σαλαμινομάχου των σαλαμινομάχων
    αιτιατική τον σαλαμινομάχο τους σαλαμινομάχους
     κλητική σαλαμινομάχε σαλαμινομάχοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

σαλαμινομάχος < Σαλαμίν(α) + -ο- + -μάχος[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.la.mi.noˈma.xos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: σαλαμινομάχος

Ουσιαστικό

σαλαμινομάχος αρσενικό

Μεταφράσεις

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.