Σαλαμινιώτης

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο Σαλαμινιώτης οι Σαλαμινιώτες
      γενική του Σαλαμινιώτη των Σαλαμινιωτών
    αιτιατική τον Σαλαμινιώτη τους Σαλαμινιώτες
     κλητική Σαλαμινιώτη Σαλαμινιώτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Σαλαμινιώτης < Σαλαμίν(α) + -ιώτης

Προφορά

ΔΦΑ : /sa.la.miˈɲo.tis/
τυπογραφικός συλλαβισμός: Σαλαμινιώτης

Κύριο όνομα

Σαλαμινιώτης αρσενικό (θηλυκό Σαλαμινιώτισσα)

Συνώνυμα

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.