Πλειάδες
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | οι | Πλειάδες | ||
| γενική | των | Πλειάδων | ||
| αιτιατική | τις | Πλειάδες | ||
| κλητική | Πλειάδες | |||
| Κατηγορία όπως «ελπίδα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Πλειάδες < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Πλειάδες, [1] πληθυντικός του Πλειάς
Προφορά
- ΔΦΑ : /pliˈa.ðes/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : πλει‐ά‐δες
Κύριο όνομα
Πλειάδες θηλυκό στον πληθυντικό
- (ελληνική μυθολογία) οι επτά κόρες του Τιτάνα Άτλαντα και της Πλειόνης
- (αστρονομία) ανοικτό αστρικό σμήνος που ανήκει στον αστερισμό του Ταύρου
- ↪ Από τους αστέρες του σμήνους των Πλειάδων είναι ορατοί μόνο έξι, αλλά με το τηλεσκόπιο αποκαλύπτεται ότι το σμήνος αυτό αποτελείται από 2.500 περίπου αστέρες με φαινόμενο μέγεθος μέχρι 17. Οι πιο λαμπροί έχουν μυθολογικά ονόματα όπως των μυθολογικών Πλειάδων, και του Άτλαντα.
- άλλες μορφές: Πλειάς (στον ενικό), συντομογραφία: Μ45
- ≈ συνώνυμα: Πούλια, Εφτάστερο (κοινές ονομασίες, οικείοι όροι)
- για τους επτά αλεξανδρινούς ποιητές → δείτε τη λέξη πλειάδα
-
Πλειάδες στη Βικιπαίδεια

Μεταφράσεις
Πλειάδες
Αναφορές
- Πλειάδες - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
Αρχαία ελληνικά (grc)
| ↓ πτώσεις | πληθυντικός | |
|---|---|---|
| ονομαστική | αἱ | Πλειάδες |
| γενική | τῶν | Πλειάδων |
| δοτική | ταῖς | Πλειάσῐ(ν) |
| αιτιατική | τὰς | Πλειάδᾰς |
| κλητική ὦ! | Πλειάδες | |
| Με βραχύ άλφα στο θέμα -άς, -άδος. | ||
| 3η κλίση, Κατηγορία 'δεκάς' όπως «δεκάς» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||
Ετυμολογία
- Πλειάδες: πληθυντικός αριθμός του Πλειάς
Κύριο όνομα
Πλειάδες θηλυκό στον πληθυντικό
- επικός & ιωνικός τύπος : Πληϊάδες
- αιολικός τύπος : Πληΐαδες
Πηγές
- Πλειάδες - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- Πλειάδες, Πλειάς - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.
