Πούλια
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
- Πούλια < (κληρονομημένο) μεσαιωνική ελληνική Πούλια, αβέβαιης ετυμολογίας - περισσότερα στο μεσαιωνικό Πούλια
Προφορά
- ΔΦΑ : /ˈpu.ʎa/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Πού‐λια
- ομόηχο: πούλια
- τονικό παρώνυμο: πουλιά
Κύριο όνομα
Πούλια θηλυκό
- (αστρονομία, οικείο) κοινή ονομασία του αστρικού σμήνους των Πλειάδων
- ※ Η Μεγάλη Άρκτος έχει χαμηλώσει, η Πούλια ταξιδεύει πια κατά τα δυτικά.
- Ηλίας Βενέζης Θεώνιχος και Μνησαρέτη [διήγημα]
- ※ Η Μεγάλη Άρκτος έχει χαμηλώσει, η Πούλια ταξιδεύει πια κατά τα δυτικά.
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Πούλια < αβέβαιης ετυμολογίας. Πιθανόν αρχαία ελληνική Πλειάς με ανάπτυξη ευφωνικού [u], πιθανόν με την παρετυμολογική επίδραση του πουλ(λ)ίον (πουλί) με μετακίνηση τόνου [1] ίσως για την ομοιότητα με κλώσα (μεσαιωνικό *πούλλια) στη λαϊκή φαντασία[2] εξαιτίας της διάταξης που είχαν τα επτά αστέρια του αστερισμού.
Αναφορές
- Πούλια - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Μπαμπινιώτης, Γεώργιος (2010). Ετυμολογικό Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας (Β' ανατύπωση. 2009: A' έκδοση). Αθήνα: Κέντρο Λεξικολογίας.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.