Αλκυόνη

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η Αλκυόνη οι Αλκυόνες
      γενική της Αλκυόνης των Αλκυονών
    αιτιατική την Αλκυόνη τις Αλκυόνες
     κλητική Αλκυόνη Αλκυόνες
Κατηγορία όπως «νίκη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Αλκυόνη < αρχαία ελληνική Ἁλκυών / Ἀλκυών < ἀλκυών / ἁλκυών

Κύριο όνομα

Αλκυόνη θηλυκό

  1. γυναικείο όνομα
  2. (ελληνική μυθολογία) διάφορα πρόσωπα στην ελληνική μυθολογία
  3. πεδινό χωριό της Ξάνθης
  4. (αστρονομία) το φωτεινότερο άστρο των Πλειάδων στον αστερισμό του Ταύρου
  5. ονομασία πολεμικών και ερευνητικών πλοίων

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.