Τσικνοπέμπτη
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Τσικνοπέμπτη | οι | Τσικνοπέμπτες |
| γενική | της | Τσικνοπέμπτης | — | |
| αιτιατική | την | Τσικνοπέμπτη | τις | Τσικνοπέμπτες |
| κλητική | Τσικνοπέμπτη | Τσικνοπέμπτες | ||
| Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
| Κατηγορία όπως «ζέστη» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Προφορά
- ΔΦΑ : /t͡si.knoˈpem.pti/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Τσι‐κνο‐πέμ‐πτη
Κύριο όνομα
Τσικνοπέμπτη θηλυκό
- η Πέμπτη πριν από την Κυριακή των Απόκρεω, κατά την οποία συνηθίζεται να τσικνίζουν, να ψήνουν δηλαδή και να τρώνε κρέας, και να κυριαρχεί στην ατμόσφαιρα η χαρακτηριστική τσίκνα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.