δημοτικό
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | το | δημοτικό | τα | δημοτικά |
| γενική | του | δημοτικού | των | δημοτικών |
| αιτιατική | το | δημοτικό | τα | δημοτικά |
| κλητική | δημοτικό | δημοτικά | ||
| Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ουσιαστικό
δημοτικό ουδέτερο
- το δημοτικό σχολείο, το σχολείο της πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης στο οποίο φοιτούν παιδιά ηλικίας 6-12 ετών
- συγκεκριμένη δημοτική μουσική σύνθεση (σχεδόν πάντα έχει και στίχους)
Μεταφράσεις
βαθμίδα σχολικής εκπαίδευσης
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.