Αττική
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | |||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | η | Αττική | ||
| γενική | της | Αττικής | ||
| αιτιατική | την | Αττική | ||
| κλητική | Αττική | |||
| Κατηγορία όπως «ψυχή» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Αττική < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική Ἀττική
Προφορά
- ΔΦΑ : /a.tiˈci/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Ατ‐τι‐κή
- ομόηχα: αττική, αττικοί
Κύριο όνομα
Αττική θηλυκό
- (νομός) ιστορική περιοχή και σήμερα μια από τις 13 περιφέρειες της Ελλάδας
Συγγενικά
Σύνθετα
Μεταφράσεις
Αττική
Πηγές
- Αττική - Γεωργακάς, Δημήτριος. A Modern Greek-English Dictionary [Ελληνοαγγλικό λεξικό] (μόνο το γράμμα α) - Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.