κορυδαλλιώτικος

Νέα ελληνικά (el)

 πτώσεις       ενικός      
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο κορυδαλλιώτικος η κορυδαλλιώτικη το κορυδαλλιώτικο
      γενική του κορυδαλλιώτικου της κορυδαλλιώτικης του κορυδαλλιώτικου
    αιτιατική τον κορυδαλλιώτικο την κορυδαλλιώτικη το κορυδαλλιώτικο
     κλητική κορυδαλλιώτικε κορυδαλλιώτικη κορυδαλλιώτικο
 πτώσεις   πληθυντικός  
γένη  αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι κορυδαλλιώτικοι οι κορυδαλλιώτικες τα κορυδαλλιώτικα
      γενική των κορυδαλλιώτικων των κορυδαλλιώτικων των κορυδαλλιώτικων
    αιτιατική τους κορυδαλλιώτικους τις κορυδαλλιώτικες τα κορυδαλλιώτικα
     κλητική κορυδαλλιώτικοι κορυδαλλιώτικες κορυδαλλιώτικα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία

κορυδαλλιώτικος < Κορυδαλλιώτ(ης) + -ικος

Προφορά

ΔΦΑ : /ko.ɾi.ðaˈʎo.ti.kos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κορυδαλλιώτικος

Επίθετο

κορυδαλλιώτικος, -η, -ο

Συγγενικά

Μεταφράσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.