Καραγκιόζης
Νέα ελληνικά (el)
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| ονομαστική | ο | Καραγκιόζης | οι | Καραγκιόζηδες |
| γενική | του | Καραγκιόζη | των | Καραγκιόζηδων |
| αιτιατική | τον | Καραγκιόζη | τους | Καραγκιόζηδες |
| κλητική | Καραγκιόζη | Καραγκιόζηδες | ||
| Κατηγορία όπως «μανάβης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά | ||||
Ετυμολογία
- Καραγκιόζης < (άμεσο δάνειο) οθωμανική τουρκική قره گوز (τουρκική Karagöz) < قره (καρα-, kara μαύρος) + گوز (göz, μάτι) κυριολεκτικά: Μαυρομάτης
Προφορά
- ΔΦΑ : /ka.ɾaˈɟo.zis/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : Κα‐ρα‐γκιό‐ζης
Κύριο όνομα
Καραγκιόζης αρσενικό
- ήρωας του θεάτρου σκιών, δύσμορφος, που περνάει από πολλές κακουχίες και βάσανα, αλλά καταφέρνει να επιβιώσει χάρη στην εξυπνάδα και την καπατσοσύνη του
- (συνεκδοχικά) το τουρκικό ή ελληνικό θέατρο σκιών
- (συνεκδοχικά) μια παράσταση θεάτρου σκιών
- ανδρικό επώνυμο, (θηλυκό Καραγκιόζη)
- (μεταφορικά) → δείτε τη λέξη καραγκιόζης
Συγγενικά
- καραγκιοζάκι
- καραγκιόζης
- καραγκιόζικος
- καραγκιοζιλίδικος, καραγκιοζλίδικος
- καραγκιοζιλίκι, καραγκιοζλίκι
- καραγκιόζ μπερντές, καραγκιοζομπερντές
- καραγκιοζοπαίχτης
- καραγκιόζος
- επώνυμα:
-
Καραγκιόζης στη Βικιπαίδεια
(χαρακτήρας θεάτρου σκιών) - Κατηγορία:Ανθρωπωνύμια από τον Καραγκιόζη (νέα ελληνικά) στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.